Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατσουρίζω < (ηχομιμητική λέξη) πλατς

  Ρήμα επεξεργασία

πλατσουρίζω

  • κινούμαι αδέξια, παίζω μέσα σε ρηχά νερά
    τα μωρά χαίρονται να πλατσουρίζουν στο μπάνιο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία