Ετυμολογία

επεξεργασία
πλατσουρίζω < (ηχομιμητική λέξη) πλατς

πλατσουρίζω

  • κινούμαι αδέξια, παίζω μέσα σε ρηχά νερά
    τα μωρά χαίρονται να πλατσουρίζουν στο μπάνιο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία