πλάτσα πλούτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλάτσα πλούτσα < (ηχομιμητική λέξη)
Έκφραση
επεξεργασίαπλάτσα πλούτσα
- (προφορικό, λέξη χωρίς νόημα) ο ήχος που δημιουργείται από το πλατσούρισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλάτσα πλούτσα ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό) πλατσούρισμα
- ⮡ πρόσεχε γιατί μόλις μπει στη μπανιέρα αρχίζει αμέσως τα πλάτσα πλούτσα και γεμίζει τον τόπο νερά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλάτσα πλούτσα
|
Πηγές
επεξεργασία- πλάτσα πλούτσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)