Ετυμολογία

επεξεργασία
πλάτσα πλούτσα < (ηχομιμητική λέξη)

  Έκφραση

επεξεργασία

πλάτσα πλούτσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλάτσα πλούτσα ουδέτερο άκλιτο

  • (προφορικό) πλατσούρισμα
    ⮡  πρόσεχε γιατί μόλις μπει στη μπανιέρα αρχίζει αμέσως τα πλάτσα πλούτσα και γεμίζει τον τόπο νερά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία