πλαστικές τέχνες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πλαστικές τέχνες θηλυκό πληθυντικός
- (τέχνη) που ασχολούνται με εύπλαστα υλικά για την δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, όπως η ζωγραφική, και η γλυπτική
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαστικές τέχνες