Ετυμολογία

επεξεργασία
πλήρης κυριότητα < πλήρης + κυριότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pleine propriété)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλήρης κυριότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία