πλήρης κυριότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλήρης κυριότητα < πλήρης + κυριότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pleine propriété)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλήρης κυριότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) η κυριότητα που περιλαμβάνει και την επικαρπία και την ψιλή κυριότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλήρης κυριότητα