Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλήρης κυριότητα < πλήρης + κυριότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pleine propriété)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλήρης κυριότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία