Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιροσκί < (άμεσο δάνειο) ρωσική пирожки (pirožkí) < пирожок (pirožók), υποκοριστικό του пирог (piróg, “πίτα”)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιροσκί ουδέτερο άκλιτο

  • είδος μικρής γεμιστής πίτας
    Γεμίζουμε με το μείγμα τα πιροσκί και τα τυλίγουμε. Σκεπάζουμε τα πιροσκί με μια πετσέτα και τα αφήνουμε να ξεκουραστούν, έως ότου διπλασιαστούν σε όγκο. (*)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία