πιροσκί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιροσκί < (άμεσο δάνειο) ρωσική пирожки (pirožkí) < пирожок (pirožók), υποκοριστικό του пирог (piróg, “πίτα”)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιροσκί ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πιροσκί στη Βικιπαίδεια