Ετυμολογία

επεξεργασία
πιροσκί < (άμεσο δάνειο) ρωσική пирожки (pirožkí) < пирожок (pirožók), υποκοριστικό του пирог (piróg, “πίτα”)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιροσκί ουδέτερο άκλιτο

  • (γαστρονομία) είδος μικρής γεμιστής πίτας
    ※  Γεμίζουμε με το μείγμα τα πιροσκί και τα τυλίγουμε. Σκεπάζουμε τα πιροσκί με μια πετσέτα και τα αφήνουμε να ξεκουραστούν, έως ότου διπλασιαστούν σε όγκο. (*)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία