Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιράνχα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιράνχα
<
αγγλική
piranha
<
πορτογαλική
piranha
<
τούπι
pirá
(
ψάρι
) + (
ίσως
) sanha / sainha (
δόντι
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιράνχα
ουδέτερο
άκλιτο
(
ψάρι
)
άλλη μορφή
του
πιράνχας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιράνχα
→
δείτε
τη λέξη
πιράνχας