Ετυμολογία

επεξεργασία
πιπιλώ < πιπιλίζω < μεσαιωνική ελληνική πιπιλίζω[1] < λατινική pipilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo[2]

πιπιλώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πιπιλίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. «με επίδραση του μεσαιωνικού πιπίζω (βυζαίνω, ρουφώ)». Βλ. πιπίλα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.