Ετυμολογία

επεξεργασία
περνοδιαβαίνω < μεσαιωνική ελληνική περνοδιαβαίνω[1] < περνώ (< αρχαία ελληνική περῶ) + αρχαία ελληνική διαβαίνω < διά + βαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /per.no.ðʝaˈve.no/ & /per.no.ði.aˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περ‐νο‐δια‐βαί‐νω ή περ‐νο‐δι‐α‐βαί‐νω

περνοδιαβαίνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. περνοδιαβαίνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)