Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιυβρίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιυβρίζω
  2. θα περιυβρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιυβρίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

περιυβρίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιύβριση