περισπάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περισπάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περισπώ
- θα περισπάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περισπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
περισπάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περίσπαση