περισκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περισκοπώ < αρχαία ελληνική περισκοπέω / περισκοπῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπερισκοπώ
Συγγενικά
επεξεργασία- περισκόπηση
- περισκοπικά
- περισκοπικός
- περισκόπιο
- → δείτε τις λέξεις περί και σκοπώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περισκοπώ | περισκοπούσα | θα περισκοπώ | να περισκοπώ | περισκοπώντας | |
β' ενικ. | περισκοπείς | περισκοπούσες | θα περισκοπείς | να περισκοπείς | (περισκόπει) | |
γ' ενικ. | περισκοπεί | περισκοπούσε | θα περισκοπεί | να περισκοπεί | ||
α' πληθ. | περισκοπούμε | περισκοπούσαμε | θα περισκοπούμε | να περισκοπούμε | ||
β' πληθ. | περισκοπείτε | περισκοπούσατε | θα περισκοπείτε | να περισκοπείτε | περισκοπείτε | |
γ' πληθ. | περισκοπούν(ε) | περισκοπούσαν(ε) | θα περισκοπούν(ε) | να περισκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περισκόπησα | θα περισκοπήσω | να περισκοπήσω | περισκοπήσει | ||
β' ενικ. | περισκόπησες | θα περισκοπήσεις | να περισκοπήσεις | περισκόπησε | ||
γ' ενικ. | περισκόπησε | θα περισκοπήσει | να περισκοπήσει | |||
α' πληθ. | περισκοπήσαμε | θα περισκοπήσουμε | να περισκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | περισκοπήσατε | θα περισκοπήσετε | να περισκοπήσετε | περισκοπήστε | ||
γ' πληθ. | περισκόπησαν περισκοπήσαν(ε) |
θα περισκοπήσουν(ε) | να περισκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περισκοπήσει | είχα περισκοπήσει | θα έχω περισκοπήσει | να έχω περισκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις περισκοπήσει | είχες περισκοπήσει | θα έχεις περισκοπήσει | να έχεις περισκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει περισκοπήσει | είχε περισκοπήσει | θα έχει περισκοπήσει | να έχει περισκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περισκοπήσει | είχαμε περισκοπήσει | θα έχουμε περισκοπήσει | να έχουμε περισκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε περισκοπήσει | είχατε περισκοπήσει | θα έχετε περισκοπήσει | να έχετε περισκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περισκοπήσει | είχαν περισκοπήσει | θα έχουν περισκοπήσει | να έχουν περισκοπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία περισκοπώ
|