περισκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περισκοπικός < περισκόπιο / περισκόπηση + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
περισκοπικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το περισκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που έχει σχέση με την περισκόπηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περισκοπικός