Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περισκοπικός η περισκοπική το περισκοπικό
      γενική του περισκοπικού της περισκοπικής του περισκοπικού
    αιτιατική τον περισκοπικό την περισκοπική το περισκοπικό
     κλητική περισκοπικέ περισκοπική περισκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περισκοπικοί οι περισκοπικές τα περισκοπικά
      γενική των περισκοπικών των περισκοπικών των περισκοπικών
    αιτιατική τους περισκοπικούς τις περισκοπικές τα περισκοπικά
     κλητική περισκοπικοί περισκοπικές περισκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περισκοπικός < περισκόπιο / περισκόπηση + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

περισκοπικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με το περισκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. που έχει σχέση με την περισκόπηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία