περιρραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιρραίνω < αρχαία ελληνική περιρραίνω < περί + ῥαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριρραίνω
- (αρχαιοπρεπές) ραίνω σε όλη την επιφάνεια, γύρω γύρω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιρραίνω