περιοστεϊκά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπεριοστεϊκά < περιοστεϊκός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριοστεϊκά
- στην περιοστεϊκή περιοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιοστεϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεριοστεϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιοστεϊκός