περιδιαβάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιδιαβάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιδιαβάζω
- θα περιδιαβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιδιαβάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
περιδιαβάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιδιάβαση