περιγλύφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιγλύφω < ελληνιστική κοινή περιγλύφω < αρχαία ελληνική περί + γλύφω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριγλύφω
- (αρχαιοπρεπές) διακοσμώ περιμετρικά μιας επιφάνειας με ανάγλυφα
Συγγενικά
επεξεργασία- περίγλυφος
- → δείτε τις λέξεις περί και γλύφω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιγλύφω
|