Ετυμολογία

επεξεργασία
πενταπλάσια < πενταπλάσιος

  Επίρρημα

επεξεργασία

πενταπλάσια

  • πέντε φορές περισσότερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πενταπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πενταπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πενταπλάσιος