πεζοδρομιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζοδρομιακά < πεζοδρομιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπεζοδρομιακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζοδρομιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεζοδρομιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεζοδρομιακός