παχουλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.xuˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χου‐λά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαχουλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παχουλό) του παχουλός
παχουλά