παρντόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρντόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική pardon [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paɾˈdon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐ντόν
Επιφώνημα
επεξεργασίαπαρντόν ουδέτερο, άκλιτο
- (προφορικό)
- συγγνώμη, με συγχωρείς / με συγχωρείτε
- (με ερωτηματικό: παρντόν ;) δηλώνει απορία ή έκπληξη για κάτι που ειπώθηκε ή έγινε
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παρντόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας