παρνασσιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρνασσιακά < παρνασσιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπαρνασσιακά
- με τον τρόπο του παρνασσισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρνασσιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρνασσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρνασσιακός