Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παρερμηνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρερμηνεύω
  2. θα παρερμηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρερμηνεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

παρερμηνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρερμήνευση