παρεισδύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεισδύω < ελληνιστική κοινή παρεισδύω[1] [2] < αρχαία ελληνική παρεισδύομαι < παρά + εἰς + δύω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρεισδύω
- (αρχαιοπρεπές) παρεισφρέω, εισχωρώ χωρίς να με αντιληφθούν
Συγγενικά
επεξεργασία- παρείσδυση
- → δείτε τις λέξεις παρά, εις και δύω
Πηγές
επεξεργασία- παρεισδύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παρεισδύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεισδύω
|
- ↑ παρεισδύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ παρεισδύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.