Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπέφτω < παρα- + πέφτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpe.fto/

παραπέφτω

  1. πέφτω (από αδιαφορία ή απροσεξία) κάπου που είναι δύσκολο να με βρουν
  2. πέφτω υπερβολικά, περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει ή αναμένεται

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία