παραέπεφτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραέπεφτα
- α’ ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος παραπέφτω (με τη σημασία: πέφτω υπερβολικά)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- παρέπεφτα (με τη σημασία: πέφτω κάπου και δεν με βρίσκουν)