παρακμιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακμιακά < παρακμιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπαρακμιακά
- με παρακμιακό τρόπο ή σε παρακμιακή κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακμιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρακμιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρακμιακός