παραβιάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραβιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβιάζω
- θα παραβιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβιάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαραβιάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραβίαση