παρέπομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρέπομαι < (παρα-) παρ- + ἕπομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)
Ρήμα
επεξεργασίαπαρέπομαι (αποθετικό ρήμα)
Παράγωγα
επεξεργασία- παρεπόμενος & ουσιαστικοποιημένο τὸ παρεπόμενον, τὰ παρεπόμενα: οι συνέπειες, τα αποτελέσματα
Πηγές
επεξεργασία- παρέπομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρέπομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.