πήξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπήξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πήζω
- θα πήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πήζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπήξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πήξη