Δείτε επίσης: Πάμμαχος

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάμμαχος < (πᾶς) πάμ- + -μαχος (μάχομαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάμμαχος, -ος, -ον [μᾰχ]

  1. που μάχεται με όλους
  2. (αθλητισμός) αυτός που μάχεται με τα πάντα μέσα από όλες τις κατηγορίες των αρχαίων Ελληνικών παλαιστικών γυμνασίων
  3. χαρακτηρισμός πάλης
    ※  <Κυπρία πάλη>· ἣν ἔνιοι <πάμμαχον> καλοῦσιν, οἱ δὲ ἄγροικον ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ )
     συνώνυμα: παμμάχιον
    πάμμαχον: τα πάντα στην μάχη, η μάχη που επιτρέπει τα πάντα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία