πάλσαρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπάλσαρ < αγγλική < pulsar < puls(ating) (st)ar
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάλσαρ ουδέτερο άκλιτο
- ουράνιο σώμα που εκπέμπει ταχύτατους παλμούς ραδιοφωνικών κυμάτων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πάλσαρ στη Βικιπαίδεια