pulsar
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- pulsar < puls(ating) (st)ar
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Τσεχικά (cs)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pulsar (cs) αρσενικό
- (αστρονομία) το πάλσαρ