Ετυμολογία

επεξεργασία
pulsar < puls(ating) (st)ar

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pulsar pulsars

pulsar (fr) αρσενικό

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ



Ουσιαστικό

επεξεργασία

pulsar (pl) αρσενικό

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ



Ουσιαστικό

επεξεργασία

pulsar (cs) αρσενικό

  1. (αστρονομία) το πάλσαρ