Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  • (αστρονομία) ο νετραστέρας, το νετραστέρι, αστέρας εκφυλιστικά συμπιεσμένων (βλ. degenerate pressure) νετρονίων (και πιθανώς quark στον πυρήνα - ακόμη κι όταν δεν έχουμε καθαρό quark star - όμως οι περιπτώσεις αυτές ακόμη μελετώνται)
    • συχνά πάλσαρ (σε νεαρή ηλικία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία