οἰακίζεσθαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Απαρέμφατο επεξεργασία
οἰακίζεσθαι
- (με τη σημασία) (για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.3, 7 @perseus.tufts.edu @wikisource
- σχεδὸν δέ τι καὶ οὗτοι καὶ οἱ ἐφεξῆς Μασαισύλιοι καὶ κοινῶς Λίβυες κατὰ τὸ πλέον ὁμοιόσκευοί εἰσι καὶ τὰ ἄλλα ἐμφερεῖς, μικροῖς ἵπποις χρώμενοι, ὀξέσι δὲ καὶ εὐπειθέσιν ὥστʼ ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι·
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.3, 7 @perseus.tufts.edu @wikisource
Πηγές επεξεργασία
- οἰακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu