ουρηθραία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ουρηθραία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ουρηθραίος
ουρηθραία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ουρηθραίο
ουρηθραία
ουρηθραία