Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ουρηθραίο

  1. ουρηθραίος, στην αιτιατική του ενικού

ουρηθραίο, ουδέτερο του ουρηθραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού