οριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οριακά < οριακός
Επίρρημα
επεξεργασίαοριακά
- στα όρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία οριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οριακό