ορθοπαιδικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθοπαιδικά < ορθοπαιδικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ορθοπαιδικά
- με ορθοπαιδικό τρόπο
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθοπαιδικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ορθοπαιδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ορθοπαιδικός