οπλίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οπλίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οπλίζω
- θα οπλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οπλίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
οπλίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του όπλιση