Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξειδοφωσφορυλιώνω < οξείδιο + φωσφορύλιο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

οξειδοφωσφορυλιώνω, πρτ.: οξειδοφωσφορυλίωνα, στ.μέλλ.: θα οξειδοφωσφορυλιώσω, αόρ.: οξειδοφωσφορυλίωσα, παθ.φωνή: οξειδοφωσφορυλιώνομαι, μτχ.π.π.: οξειδοφωσφορυλιωμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία