οξειδοφωσφορυλιώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξειδοφωσφορυλιώνω < οξείδιο + φωσφορύλιο + -ώνω
Ρήμα επεξεργασία
οξειδοφωσφορυλιώνω, πρτ.: οξειδοφωσφορυλίωνα, στ.μέλλ.: θα οξειδοφωσφορυλιώσω, αόρ.: οξειδοφωσφορυλίωσα, παθ.φωνή: οξειδοφωσφορυλιώνομαι, μτχ.π.π.: οξειδοφωσφορυλιωμένος
- διενεργώ οξειδωτική φωσφορυλίωση
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οξειδοφωσφορυλιώνω | οξειδοφωσφορυλίωνα | θα οξειδοφωσφορυλιώνω | να οξειδοφωσφορυλιώνω | οξειδοφωσφορυλιώνοντας | |
β' ενικ. | οξειδοφωσφορυλιώνεις | οξειδοφωσφορυλίωνες | θα οξειδοφωσφορυλιώνεις | να οξειδοφωσφορυλιώνεις | οξειδοφωσφορυλίωνε | |
γ' ενικ. | οξειδοφωσφορυλιώνει | οξειδοφωσφορυλίωνε | θα οξειδοφωσφορυλιώνει | να οξειδοφωσφορυλιώνει | ||
α' πληθ. | οξειδοφωσφορυλιώνουμε | οξειδοφωσφορυλιώναμε | θα οξειδοφωσφορυλιώνουμε | να οξειδοφωσφορυλιώνουμε | ||
β' πληθ. | οξειδοφωσφορυλιώνετε | οξειδοφωσφορυλιώνατε | θα οξειδοφωσφορυλιώνετε | να οξειδοφωσφορυλιώνετε | οξειδοφωσφορυλιώνετε | |
γ' πληθ. | οξειδοφωσφορυλιώνουν(ε) | οξειδοφωσφορυλίωναν οξειδοφωσφορυλιώναν(ε) |
θα οξειδοφωσφορυλιώνουν(ε) | να οξειδοφωσφορυλιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οξειδοφωσφορυλίωσα | θα οξειδοφωσφορυλιώσω | να οξειδοφωσφορυλιώσω | οξειδοφωσφορυλιώσει | ||
β' ενικ. | οξειδοφωσφορυλίωσες | θα οξειδοφωσφορυλιώσεις | να οξειδοφωσφορυλιώσεις | οξειδοφωσφορυλίωσε | ||
γ' ενικ. | οξειδοφωσφορυλίωσε | θα οξειδοφωσφορυλιώσει | να οξειδοφωσφορυλιώσει | |||
α' πληθ. | οξειδοφωσφορυλιώσαμε | θα οξειδοφωσφορυλιώσουμε | να οξειδοφωσφορυλιώσουμε | |||
β' πληθ. | οξειδοφωσφορυλιώσατε | θα οξειδοφωσφορυλιώσετε | να οξειδοφωσφορυλιώσετε | οξειδοφωσφορυλιώστε | ||
γ' πληθ. | οξειδοφωσφορυλίωσαν οξειδοφωσφορυλιώσαν(ε) |
θα οξειδοφωσφορυλιώσουν(ε) | να οξειδοφωσφορυλιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οξειδοφωσφορυλιώσει | είχα οξειδοφωσφορυλιώσει | θα έχω οξειδοφωσφορυλιώσει | να έχω οξειδοφωσφορυλιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οξειδοφωσφορυλιώσει | είχες οξειδοφωσφορυλιώσει | θα έχεις οξειδοφωσφορυλιώσει | να έχεις οξειδοφωσφορυλιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει οξειδοφωσφορυλιώσει | είχε οξειδοφωσφορυλιώσει | θα έχει οξειδοφωσφορυλιώσει | να έχει οξειδοφωσφορυλιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οξειδοφωσφορυλιώσει | είχαμε οξειδοφωσφορυλιώσει | θα έχουμε οξειδοφωσφορυλιώσει | να έχουμε οξειδοφωσφορυλιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οξειδοφωσφορυλιώσει | είχατε οξειδοφωσφορυλιώσει | θα έχετε οξειδοφωσφορυλιώσει | να έχετε οξειδοφωσφορυλιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οξειδοφωσφορυλιώσει | είχαν οξειδοφωσφορυλιώσει | θα έχουν οξειδοφωσφορυλιώσει | να έχουν οξειδοφωσφορυλιώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξειδοφωσφορυλιώνω
|