Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ολισθήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολισθαίνω
  2. θα ολισθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολισθαίνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ολισθήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ολίσθηση