ολιγοπιστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοπιστώ < ολιγόπιστος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαολιγοπιστώ
- (λόγιο) είμαι ή γίνομαι ολιγόπιστος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ολιγόπιστος, λίγος και πίστη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ολιγοπιστώ | ολιγοπιστούσα | θα ολιγοπιστώ | να ολιγοπιστώ | ολιγοπιστώντας | |
β' ενικ. | ολιγοπιστείς | ολιγοπιστούσες | θα ολιγοπιστείς | να ολιγοπιστείς | (ολιγοπίστει) | |
γ' ενικ. | ολιγοπιστεί | ολιγοπιστούσε | θα ολιγοπιστεί | να ολιγοπιστεί | ||
α' πληθ. | ολιγοπιστούμε | ολιγοπιστούσαμε | θα ολιγοπιστούμε | να ολιγοπιστούμε | ||
β' πληθ. | ολιγοπιστείτε | ολιγοπιστούσατε | θα ολιγοπιστείτε | να ολιγοπιστείτε | ολιγοπιστείτε | |
γ' πληθ. | ολιγοπιστούν(ε) | ολιγοπιστούσαν(ε) | θα ολιγοπιστούν(ε) | να ολιγοπιστούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ολιγοπίστησα | θα ολιγοπιστήσω | να ολιγοπιστήσω | ολιγοπιστήσει | ||
β' ενικ. | ολιγοπίστησες | θα ολιγοπιστήσεις | να ολιγοπιστήσεις | ολιγοπίστησε | ||
γ' ενικ. | ολιγοπίστησε | θα ολιγοπιστήσει | να ολιγοπιστήσει | |||
α' πληθ. | ολιγοπιστήσαμε | θα ολιγοπιστήσουμε | να ολιγοπιστήσουμε | |||
β' πληθ. | ολιγοπιστήσατε | θα ολιγοπιστήσετε | να ολιγοπιστήσετε | ολιγοπιστήστε | ||
γ' πληθ. | ολιγοπίστησαν ολιγοπιστήσαν(ε) |
θα ολιγοπιστήσουν(ε) | να ολιγοπιστήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ολιγοπιστήσει | είχα ολιγοπιστήσει | θα έχω ολιγοπιστήσει | να έχω ολιγοπιστήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ολιγοπιστήσει | είχες ολιγοπιστήσει | θα έχεις ολιγοπιστήσει | να έχεις ολιγοπιστήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ολιγοπιστήσει | είχε ολιγοπιστήσει | θα έχει ολιγοπιστήσει | να έχει ολιγοπιστήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ολιγοπιστήσει | είχαμε ολιγοπιστήσει | θα έχουμε ολιγοπιστήσει | να έχουμε ολιγοπιστήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ολιγοπιστήσει | είχατε ολιγοπιστήσει | θα έχετε ολιγοπιστήσει | να έχετε ολιγοπιστήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ολιγοπιστήσει | είχαν ολιγοπιστήσει | θα έχουν ολιγοπιστήσει | να έχουν ολιγοπιστήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοπιστώ
|