οινολογικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
οινολογικά
- από την άποψη της οινολογίας
- ≈ συνώνυμα: (λόγιο) οινολογικώς
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
οινολογικά
- οινολογικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού