οικοδομήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαοικοδομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οικοδομώ
- θα οικοδομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οικοδομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαοικοδομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οικοδόμηση