Δείτε επίσης: ὀγκοῦμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ογκούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀγκοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ὀγκόομαι

ογκούμαι (αποθετικό ρήμα) συνήθως στο τρίτο πρόσωπο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία