ογκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαετυμολογία
επεξεργασίαογκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ογκώνω
Ρήμα
επεξεργασίαογκώνομαι
- με κάνουν και αυξάνω σε όγκο, διογκώνομαι.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ογκώνομαι | ογκωνόμουν(α) | θα ογκώνομαι | να ογκώνομαι | ||
β' ενικ. | ογκώνεσαι | ογκωνόσουν(α) | θα ογκώνεσαι | να ογκώνεσαι | (ογκώνου) | |
γ' ενικ. | ογκώνεται | ογκωνόταν(ε) | θα ογκώνεται | να ογκώνεται | ||
α' πληθ. | ογκωνόμαστε | ογκωνόμαστε ογκωνόμασταν |
θα ογκωνόμαστε | να ογκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ογκώνεστε | ογκωνόσαστε ογκωνόσασταν |
θα ογκώνεστε | να ογκώνεστε | (ογκώνεστε) | |
γ' πληθ. | ογκώνονται | ογκώνονταν ογκωνόντουσαν |
θα ογκώνονται | να ογκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ογκώθηκα | θα ογκωθώ | να ογκωθώ | ογκωθεί | ||
β' ενικ. | ογκώθηκες | θα ογκωθείς | να ογκωθείς | ογκώσου | ||
γ' ενικ. | ογκώθηκε | θα ογκωθεί | να ογκωθεί | |||
α' πληθ. | ογκωθήκαμε | θα ογκωθούμε | να ογκωθούμε | |||
β' πληθ. | ογκωθήκατε | θα ογκωθείτε | να ογκωθείτε | ογκωθείτε | ||
γ' πληθ. | ογκώθηκαν ογκωθήκαν(ε) |
θα ογκωθούν(ε) | να ογκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ογκωθεί | είχα ογκωθεί | θα έχω ογκωθεί | να έχω ογκωθεί | ογκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ογκωθεί | είχες ογκωθεί | θα έχεις ογκωθεί | να έχεις ογκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ογκωθεί | είχε ογκωθεί | θα έχει ογκωθεί | να έχει ογκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ογκωθεί | είχαμε ογκωθεί | θα έχουμε ογκωθεί | να έχουμε ογκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ογκωθεί | είχατε ογκωθεί | θα έχετε ογκωθεί | να έχετε ογκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ογκωθεί | είχαν ογκωθεί | θα έχουν ογκωθεί | να έχουν ογκωθεί |