Ετυμολογία

επεξεργασία
ξόβεργον < ἰξόβεργον < αρχαία ελληνική ἰξός + μεσαιωνική ελληνική βεργίν
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ξόβεργα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξόβεργον ουδέτερο

  1. ξόβεργα για το πιάσιμο μικρών πουλιών
  2. (μεταφορικά) τα θέλγητρα που σαγηνεύουν κάποιον
    ※  πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - Ἐρωτοπαίγνια, ανωνύμου, στ. 199 (198-199) @georgakas.lit.auth.gr
    «Μιὰν κόρην ἐνεντράνισα κ’ ἐπιάσε με εἰς τὰ βρόχια·
    στὰ ξόβεργά σου μὲ κρατεῖς, λησμονῶ τὰ ἐδικά μου·

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ξόβεργα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)