ξόβεργον
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξόβεργον < ἰξόβεργον < αρχαία ελληνική ἰξός + μεσαιωνική ελληνική βεργίν
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ξόβεργα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξόβεργον ουδέτερο
- ξόβεργα για το πιάσιμο μικρών πουλιών
- (μεταφορικά) τα θέλγητρα που σαγηνεύουν κάποιον
- ※ πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - ⌘ Ἐρωτοπαίγνια, ανωνύμου, στ. 199 (198-199) @georgakas.lit.auth.gr
- «Μιὰν κόρην ἐνεντράνισα κ’ ἐπιάσε με εἰς τὰ βρόχια·
στὰ ξόβεργά σου μὲ κρατεῖς, λησμονῶ τὰ ἐδικά μου·
- «Μιὰν κόρην ἐνεντράνισα κ’ ἐπιάσε με εἰς τὰ βρόχια·
- ※ πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - ⌘ Ἐρωτοπαίγνια, ανωνύμου, στ. 199 (198-199) @georgakas.lit.auth.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ξόβεργα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Πηγές
επεξεργασία- ξόβεργο(ν) σελ.134, Τόμος 12 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ξόβεργο(ν) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)