Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλουργώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ξυλουργῶ
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλουργώ
<
αρχαία ελληνική
ξυλουργέω
/
ξυλουργῶ
<
ξύλον
+
ἔργον
Ρήμα
επεξεργασία
ξυλουργώ
(
λόγιο
)
κατεργάζομαι
ή
επεξεργάζομαι
το
ξύλο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ξυλουργός
,
ξύλο
και
έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλουργώ
αρχαία ελληνικά
:
ξυλουργέω
/
ξυλουργῶ
αγγλικά
:
woodwork
(en)