Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλογραφώ < ουσιαστικό ξυλογραφία

  Ρήμα επεξεργασία

ξυλογραφώ

  1. χαράσσω σχέδιο πάνω σε ξύλο με σκοπό την εκτύπωσή του σε χαρτί
  2. αναπαράγω μια εικόνα με την τεχνική της ξυλογραφίας

Συγγενικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία