ξημεροβραδιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξημεροβραδιάζομαι < ξημερ(ώνομαι) + -ο- + βραδιάζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαξημεροβραδιάζομαι, π.αόρ.: ξημεροβραδιάστηκα (αποθετικό ρήμα)
- περνώ πολύ χρόνο σε κάποιο μέρος (μέρα και νύχτα)
- ※ Τον πατέρα του Λοΐζου δεν τον είδαμε ποτέ. Ακούγαμε στα σπίτια μας πως ξημεροβραδιάζεται στη λέσχη. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξημεροβραδιάζομαι | ξημεροβραδιαζόμουν(α) | θα ξημεροβραδιάζομαι | να ξημεροβραδιάζομαι | ||
β' ενικ. | ξημεροβραδιάζεσαι | ξημεροβραδιαζόσουν(α) | θα ξημεροβραδιάζεσαι | να ξημεροβραδιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ξημεροβραδιάζεται | ξημεροβραδιαζόταν(ε) | θα ξημεροβραδιάζεται | να ξημεροβραδιάζεται | ||
α' πληθ. | ξημεροβραδιαζόμαστε | ξημεροβραδιαζόμαστε ξημεροβραδιαζόμασταν |
θα ξημεροβραδιαζόμαστε | να ξημεροβραδιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξημεροβραδιάζεστε | ξημεροβραδιαζόσαστε ξημεροβραδιαζόσασταν |
θα ξημεροβραδιάζεστε | να ξημεροβραδιάζεστε | (ξημεροβραδιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ξημεροβραδιάζονται | ξημεροβραδιάζονταν ξημεροβραδιαζόντουσαν |
θα ξημεροβραδιάζονται | να ξημεροβραδιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξημεροβραδιάστηκα | θα ξημεροβραδιαστώ | να ξημεροβραδιαστώ | ξημεροβραδιαστεί | ||
β' ενικ. | ξημεροβραδιάστηκες | θα ξημεροβραδιαστείς | να ξημεροβραδιαστείς | ξημεροβραδιάσου | ||
γ' ενικ. | ξημεροβραδιάστηκε | θα ξημεροβραδιαστεί | να ξημεροβραδιαστεί | |||
α' πληθ. | ξημεροβραδιαστήκαμε | θα ξημεροβραδιαστούμε | να ξημεροβραδιαστούμε | |||
β' πληθ. | ξημεροβραδιαστήκατε | θα ξημεροβραδιαστείτε | να ξημεροβραδιαστείτε | ξημεροβραδιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξημεροβραδιάστηκαν ξημεροβραδιαστήκαν(ε) |
θα ξημεροβραδιαστούν(ε) | να ξημεροβραδιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξημεροβραδιαστεί | είχα ξημεροβραδιαστεί | θα έχω ξημεροβραδιαστεί | να έχω ξημεροβραδιαστεί | ||
β' ενικ. | έχεις ξημεροβραδιαστεί | είχες ξημεροβραδιαστεί | θα έχεις ξημεροβραδιαστεί | να έχεις ξημεροβραδιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξημεροβραδιαστεί | είχε ξημεροβραδιαστεί | θα έχει ξημεροβραδιαστεί | να έχει ξημεροβραδιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξημεροβραδιαστεί | είχαμε ξημεροβραδιαστεί | θα έχουμε ξημεροβραδιαστεί | να έχουμε ξημεροβραδιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξημεροβραδιαστεί | είχατε ξημεροβραδιαστεί | θα έχετε ξημεροβραδιαστεί | να έχετε ξημεροβραδιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξημεροβραδιαστεί | είχαν ξημεροβραδιαστεί | θα έχουν ξημεροβραδιαστεί | να έχουν ξημεροβραδιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξημεροβραδιάζομαι
|